- ρητορομάστιξ
- -ιγος, ό, Α(ως προσωνυμία κάποιου Αισχίνου από τη Μυτιλήνη) η μάστιγα τών ρητόρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήτωρ, -ορος + μάστιξ, -ιγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥητορομάστιγα — ῥητορομάστιξ the Rhetoricians scourge masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστιγα — η (AM μάστιξ, ιγος, Α ιων. τ. μάστις, ιος) 1. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, μαστίγιο, καμ(ου)τσίκι («τοῡ ἵππου τὴν μάστιγα», Ηρόδ.) 2. μτφ. μεγάλη συμφορά, μεγάλο κακό, καταστροφή, κοινωνική πληγή (α. «Διὸς … Dictionary of Greek